- πατροφονῆα
- πατροφονεύςmurderer of one's fathermasc acc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πατροφονεύς — ὁ, Α ο φονέας τού πατέρα κάποιου («[Ορέστης] ἔκτανε πατροφονῆα Αἴγισθον», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + φονεύς (πρβλ. ανδρο φονεύς)] … Dictionary of Greek